1. Ου λησμονήσεις τις γραμματοσειρές
Ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη που μπορεί να κάνει κανείς είναι να παραδώσει στο τμήμα προεκτύπωσης μια εργασία, η οποία δεν εμπεριέχει τις γραμματοσειρές που έχουν χρησιμοποιηθεί στο έγγραφο. Φυσικά, θα αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο να παραδώσει κάποιος ανοιχτά αρχεία εν έτη 2008. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν (και είναι λογικό) δημιουργικά γραφεία και διαφημιστικές εταιρείες που προτιμούν να αναθέσουν τις χρωματονικές διορθώσεις και τις ενθέσεις των τελικών, υψηλής ανάλυσης, εικόνων στις τελικές τους εργασίες σε κάποιο ατελιέ Γραφικών Τεχνών. Άρα, η ανάγκη παράδοσης ανοιχτών αρχείων, υπό συγκεκριμένες ροές εργασίας, είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένη.
Επίσης, αρκετές φορές νέοι σχεδιαστές παραδίδουν ανοιχτές εργασίες για να έχουν τη σιγουριά ότι κάποιο πιο έμπειρο μάτι θα προλάβει ένα λάθος πριν την εκτύπωση. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, θα πρέπει, είτε χειροκίνητα είτε αυτόματα, το έγγραφο να συνοδεύεται απ’ όλες τις γραμματοσειρές που έχουν χρησιμοποιηθεί σε αυτό. Τα επαγγελματικά σελιδοποιητικά προγράμματα διαθέτουν την ικανότητα «πακεταρίσματος» του εγγράφου με ό,τι απαραίτητο πρέπει να το συνοδεύσει -άρα και με όλες οι γραμματοσειρές.
Αν πάλι δεν χρησιμοποιούμε κάποιο σελιδοποιητικό, αλλά κάποιο σχεδιαστικό πρόγραμμα, τότε και πάλι έχουμε τη δυνατότητα να δούμε από σχετικό μενού πόσες και ποιες γραμματοσειρές χρησιμοποιούνται και να τις πακετάρουμε χειροκίνητα.
Μια τελική λύση είναι και η μετατροπή όλων των κειμένων σε γραμμικά περιγράμματα. Με κάθε τρόπο και μέσο λοιπόν, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι όταν η εργασία μας ανοιχτεί σε εξωτερικό συνεργάτη σας, θα παραμείνει αναλλοίωτη. Μοναδικό εμπόδιο στο θέμα ανοιχτού αρχείου είναι τα πνευματικά δικαιώματα των γραμματοσειρών. Εάν έχετε απορίες ή αμφιβολίες σχετικά με αυτό, σας συμβουλεύουμε να επικοινωνήσετε με τον οίκο σχεδίασης των γραμματοσειρών σας.
Ακόμη όμως και όταν μιλάμε για κλειστό αρχείο, είτε για eps, είτε για pdf, πρέπει να εξασφαλίσουμε την ενσωμάτωση των γραμματοσειρών μας μέσα στο παραγόμενο αρχείο. Κάθε λογισμικό που σέβεται τον εαυτό του δίνει στο χρήστη τη δυνατότητα αυτή.
Τα καλύτερα τηλέφωνα Motorola για το 2024
Νέα στοιχεία: Η Αφροδίτη μάλλον δεν είχε ποτέ ωκεανούς
Υπάλληλος Καταγγέλλει την Apple για Παρακολούθηση
2. Ουκ απολέσεις τις εν χρώματι συναρμογές
Η παγίδευση χρώματος (κυριολεκτική μετάφραση του color trapping) ή αλλιώς συναρμογή χρώματος είναι ένα πολύ μεγάλο και σοβαρό κεφάλαιο των Γραφικών Τεχνών. Ουσιαστικά, πηγάζει από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια μιας εκτύπωσης είναι αναμενόμενο και φυσιολογικό να υπάρξει απόκλιση σύμπτωσης των χρωμάτων -αυτό που ονομάζουμε απώλεια συμπτώσεων ή όπως το λέμε απλά στο τυπογραφείο «έφυγαν οι τσίγκοι». Το φαινόμενο αυτό δημιουργείται είτε λόγω της πίεσης, είτε του εφελκυσμού που ασκείται στο χαρτί από τους κυλίνδρους, την απορροφητικότητα του χαρτιού, τους κραδασμούς και τις δονήσεις, το αν η γραμμή παραγωγής είναι σε 2, 4 ή 5 πύργους, την ταχύτητα εκτύπωσης, το είδος της εκτύπωσης, την τροφοδοσία χαρτιού, την παραγωγή των φιλμ ή των τσίγκων κ.α. Φυσικά, κατά τη διάρκεια της παραγωγής, κάτι τέτοιο είναι μέχρι ένα βαθμό ελεγχόμενο. Παρόλα αυτά, θα συμβεί και όταν συμβεί, σε άλλες περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι μη αντιληπτό στο μέσο παρατηρητή και σε κάποιες άλλες είναι οφθαλμοφανές.
Όσο η παραγωγή και το τιράζ μεγαλώνουν, όσο η ταχύτητα εκτύπωσης αυξάνει, όσο απομακρυνόμαστε από την offset τροφοδοσία φύλλου και περνάμε σε κυλινδρικές, φλεξογραφία και βαθυτυπία, ανάλογα με το υλικό εκτύπωσης και τη χρήση του, τα περιθώρια μη σύμπτωσης των χρωμάτων αυξάνονται. Το φαινόμενο αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε επιφάνειες που καλύπτονται με ατόφια χρώματα, άλλες φορές να αφήνουν μεταξύ τους λευκά κενά και άλλες φορές το ένα χρώμα να πατάει στο άλλο παράγοντας ανεπιθύμητες προσμίξεις.
Μιλώντας για ατόφια χρώματα, εννοούμε καταρχάς τα 4 χρώματα της 4χρωμίας σε καθαρές όμως επικαλύψεις περιοχών (π.χ. μόνο κυανό ή μόνο ματζέντα) καθώς και τα κατά παραγγελία ατόφια χρώματα όπως τα Pantone. Αυτό που ονομάζουμε συναρμογή χρώματος είναι η τεχνολογία που μας επιτρέπει να προβλέψουμε τις περιοχές που δύναται να συμβεί το φαινόμενο αυτό και να προκαλέσουμε εμείς μια ελεγχόμενη και σταθερή πρόσμιξη των καθαρών χρωμάτων, σε πολύ λεπτές ζώνες εκεί όπου γειτνιάζουν. Αυτό ουσιαστικά δημιουργεί μια ζώνη παγίδευσης όσων χρωμάτων θα αποκλίνουν από τις κανονικές επιφάνειες που θα έπρεπε να καλύψουν.
Η συναρμογή μπορεί να συμβεί αυτόματα ή χειροκίνητα από το λογισμικό που χρησιμοποιούμε με ειδικές ρυθμίσεις ή από το ατελιέ Γραφικών Τεχνών με το οποίο συνεργαζόμαστε.
Σε επίπεδο ατελιέ, μιλάμε για In Rip Trapping όταν το λογισμικό που χρησιμοποιείται για το ριπάρισμα της εργασίας μας διαθέτει ενσωματωμένο ή ξεχωριστό module ειδικά για συναρμογή. Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μια πρόχειρη λύση είναι η ενσωμάτωση τρίτου λογισμικού που να πραγματοποιεί διαδικασίες συναρμογής χρώματος.
Υπάρχουν όμως και αρκετές περιπτώσεις συναρμογής που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον ίδιο το σχεδιαστή. Η πιο κλασική από αυτές είναι η χρήση του μαύρου χρώματος και η χρήση ατόφιων μελανιών pantone. Για παράδειγμα, θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά πώς θα αντιμετωπίσουμε μαύρα γράμματα ή μαύρα γραμμικά σχέδια επάνω σε εικόνες ή πλακάτα φόντα. Με την ίδια λογική θα πρέπει να σκεφτούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε λευκά γράμματα τρύπα επάνω σε 3χρωματικό γκρι ή 4χρωμικό μαύρο. Σε αυτές τις περιπτώσεις παίζει πολύ μεγάλο ρόλο ο βαθμός στον οποίο γνωρίζουμε τις δυνατότητες του σχεδιαστικού λογισμικού που χρησιμοποιούμε καθώς και η σωστή εκπαίδευση που έχουμε.
Μπορεί κανείς, να ανατρέξει στο τεύχος #03 του CMYK, όπου ο Μιχάλης Καλούδης γράφει αναλυτικά και εξηγεί τα πάντα για τη συναρμογή του χρώματος τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Από πλευράς μου, σας ενημερώνω ότι στο επόμενο τεύχος θα ασχοληθώ ειδικά με το μαύρο και τη σωστή του χρήση.
3. Μνήσθητι την τετραχρωμίαν
Άλλο ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα είναι η παράδοση ανοιχτών ή κλειστών αρχείων με ξεχασμένα αρχεία RGB. Προσοχή, για να μην υπάρχει παρεξήγηση, να ξεκαθαρίσουμε κάτι εξ αρχής. Άλλο η κατά λάθος ενσωμάτωση RGB εικόνων σε ένα έγγραφο όπου όλα τα υπόλοιπα είναι CMYK και άλλο η προσχεδιασμένη ροή εργασίας βασισμένη αποκλειστικά σε εικόνες RGB. Προσωπικά είμαι υπέρμαχος της διατήρησης του RGB χαρακτήρα των εικόνων καθ’ όλη τη διάρκεια της ροής εργασίας με γύρισμα των εικόνων σε CMYK κατά το κλείσιμο σε pdf με τα σωστά χρωματικά προφίλ είτε και μέσα στο RIP -αν μιλάμε για ροή εργασίας με In Rip Color management. Τα προτερήματα που έχει ένα τέτοιο σενάριο σε σχέση με την πρώιμη μετατροπή των εικόνων σε CMYK είναι πραγματικά πολλά και ανεκτίμητα.
Από τη στιγμή που έχουμε αποφασίσει να παραδώσουμε αρχείο με όλα τα γραμμικά και τις εικόνες μας σε CMYK, είμαστε υποχρεωμένοι να ελέγξουμε τα αρχεία μας πριν τα στείλουμε στο pre-press. Μηχανισμοί ελέγχου σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πάρα πολλοί σε όλα τα προγράμματα, είτε σχεδιαστικά είτε σελιδοποιητικά. Σας προτείνουμε και πάλι, αν δεν γνωρίζετε το πώς, να διαβάσετε προσεκτικά τους οδηγούς χρήσης του λογισμικού σας ή να ρωτήσετε συναδέλφους σας. Τα επαγγελματικά προγράμματα σελιδοποίησης παρέχουν, ανά πάσα στιγμή, τη δυνατότητα ελέγχου του συνόλου των περιεχομένων αρχείων του εγγράφου. Το ίδιο γίνεται και κατά την έξοδο των αρχείων για πακετάρισμα και αποστολή ως ανοιχτά. Και τα σχεδιαστικά προγράμματα έχουν τη δυνατότητα να μας δώσουν πληροφορίες για τους τύπους αρχείων που εμπεριέχουν. Αλλά ακόμη κι αν κλείσουμε την εργασία μας σε pdf, μπορούμε μέσα από τον Acrobat Pro να κάνουμε έναν προεκτυπωτικό έλεγχο, ένα preflight της εργασίας μας.
Δεν είναι όμως μόνο το πρόβλημα των εικόνων RGB που πρέπει να μας απασχολεί, αλλά και το πώς κάνουμε τις ασπρόμαυρες εικόνες μας, το πώς θα μετατραπεί μια εικόνα RGB σε CMYK, δηλαδή με τι ποσοστά μαύρου, τι GCR και UCR.
Σχετικά με το τελευταίο ζήτημα έχουμε φιλοξενήσει μεγάλο αφιέρωμα στο τεύχος #07 του περιοδικού.
Για παράδειγμα, αν μετατρέψω μια εικόνα από Grayscale σε CMYK δεν θα κρατηθεί το μαύρο ως ένα μελάνι αλλά θα αντικατασταθεί με ποσοστά και των 4 μελανιών. Είναι μεγάλο και σοβαρό, λοιπόν, το θέμα του χρωματικού χώρου που χρησιμοποιώ για κάθε αρχείο, είτε αυτό είναι RGB, είτε είναι Grayscale, είτε CMYK. Και από τη στιγμή που χρησιμοποιώ CMYK, ποιο CMYK είναι αυτό; Έχω τα κατάλληλα χρωματικά προφίλ; Και όταν μετατρέπω από το ένα CMYK στο άλλο, τι αλλαγές θα συμβούν στις δυνάμεις των χρωμάτων της εικόνας μου; Τι χρωματικά προφίλ έχει περασμένα το Photoshop που χρησιμοποιώ; Μήπως χρησιμοποιώ προφίλ αμερικάνικων εφημεριδομηχανών ενώ εγώ τυπώνω σε ευρωπαϊκές επίπεδες;
4. Ου ποιήσεις είδωλον λανθάνουσας κατάληξης
Εδώ ο πόνος των τεχνικών προεκτύπωσης είναι μεγάλος και πολλά έχουν δει τα μάτια τους. Χωρίς καμία διάθεση να θίξω κανέναν, μπορούν κυριολεκτικά όλοι να στήσουν ένα “πισί”, να πετάξουν μέσα ένα Quark και ένα Photoshop και να αρχίσουν να κάνουν ό,τι θέλουν. Ήμαρτον Κύριε!
Και καλά αυτές οι περιπτώσεις. Όταν μιλάμε για σελιδοποίηση σε Photoshop; Όταν μιλάμε για στήσιμο βιβλίου σε Microsoft Word; Όταν λαμβάνει κανείς αρχεία με εικόνες gif από το Internet στα 72 ppi και με animation; Συγνώμη αν γίνομαι υπερβολικός, αλλά πρέπει να θιχτούν ορισμένα πράγματα. Kάντε μια βόλτα από ένα ατελιέ, καθίστε μια-δυο ώρες και θα δείτε…
Υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη σειρά τύπου αρχείων που χρησιμοποιούμε στις Γραφικές Τέχνες κι αυτά είναι τα pdf, eps, ai, cdr, qxd, ind, tiff, psd, jpeg. Δεν είναι ούτε τα gif, ούτε τα picts, ούτε τα bmp, ούτε τα wmf, ούτε ό,τι βρούμε στο Διαδίκτυο σε υπερ-χαμηλή ανάλυση και θέλουμε να το κάνουμε 500% μεγέθυνση.
Είτε μιλάμε λοιπόν για σκανάρισμα εικόνων, είτε για λήψη με ψηφιακή μηχανή και επεξεργασία στο Photoshop, πρέπει εξ αρχής να γνωρίζουμε τη χρήση των εικόνων για να έχουμε το σωστό τύπο αρχείου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γραμμικά αρχεία κ.ο.κ.
5. Ου παραδώσεις έργον επί ματαίων διαστάσεων
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει κάποιος πριν αποφασίσει ακόμη να σκεφτεί το εικαστικό μιας εργασίας, είναι να σκεφτεί τη διάσταση του χαρτιού, τη γεωμετρία του εντύπου, το κασέ. Εδώ τα πράγματα είναι αρκετά σοβαρά.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μια εργασία έχει τυπωθεί και στη συνέχεια έχει γίνει χαρτοπόλεμος (κομφετί), γιατί ο υπεύθυνος παραγωγής ή ο γραφίστας δεν προέβλεψαν εξ αρχής τη χρήση του εντύπου. Και εξηγούμαι: Η επιλογή της διάστασης του χαρτιού έχει 3 βασικούς άξονες. Οικονομία, εφαρμογή και αισθητική. Με λίγα λόγια, μας ενδιαφέρει μια εργασία της οποίας το σχήμα και η διάσταση θα την κάνουν να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό. Μας ενδιαφέρει το μέγεθος του εντύπου -να αναπαράγεται στο τυπογραφικό μας με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερη φύρα στο χαρτί και κατά συνέπεια εξοικονόμηση εκτυπωτικού χρόνου, αλλά και χρήματος του πελάτη.
Τέλος, μας ενδιαφέρει να έχουμε προβλέψει τη σωστή διάσταση του χαρτιού -διάσταση που να συνάδει με τη χρηστικότητα του εντύπου και τις συνθήκες χρήσης του.
Για παράδειγμα, μια λανθασμένη επιλογή χαρτιού σε ένα συνδρομητικό περιοδικό μπορεί να σημαίνει αύξηση του βάρους του, όπου από ένα σημείο και μετά αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του κόστους συνδρομής λόγω της συσκευασίας και αποστολής.
Επίσης, μια λανθασμένη διάσταση εντύπου μπορεί να καταστήσει το έντυπο άχρηστο, αφού δεν θα μπορεί να μπει σε καμία διαφημιστική προθήκη στο εκθεσιακό περίπτερο ενός πελάτη. Ακόμη και μια απλή επαγγελματική κάρτα, αν σχεδιασθεί με λάθος διαστάσεις, θα γίνει αρκετά μεγάλη ώστε να μην χωράει σε κανένα πορτοφόλι. Ένα βιβλίο, αν σχεδιασθεί με πολύ μεγάλο αριθμό σελίδων και μικρό πλάτος, δεν θα μπορεί να σταθεί από μόνο του ανοιχτό σε ένα τραπέζι. Επίσης, αν οι αποστάσεις από τη ράχη είναι μικρές, ο αναγνώστης δεν θα μπορεί να διαβάσει σωστά το κείμενο. Αντιστοίχως, σε ένα έντυπο με καρφίτσα και με μεγάλο αριθμό σελίδων, αν οι σελιδοδείκτες που μπαίνουν στην εξωτερική πλευρά των σελίδων δεν έχουν αέρα, είναι σίγουρο ότι θα κοπούν όσο πλησιάζουμε προς το κέντρο του εντύπου.
Πέρα από το θέμα της λανθασμένης διάστασης του εγγράφου και των μη ικανοποιητικών περιθωρίων, ορισμένες φορές οι σχεδιαστές ξεκινούν και με εντελώς λάθος διάσταση όταν στήνουν τα έγγραφά τους. Άλλες φορές, δίνουν τη σωστή διάσταση, άλλες όμως δίνουν τη διάσταση του καθαρού συν τα ξακρίσματα.
6. Τίμα τους συνδέσμους των ειδώλων σου
Όταν εισάγουμε διάφορους τύπους αρχείων μέσα στο έγγραφό μας, είτε αυτό είναι σε ένα σχεδιαστικό πρόγραμμα, είτε σε ένα σελιδοποιητικό, έχουμε δύο επιλογές:
Η πρώτη είναι τα αρχεία αυτά να έρθουν μέσα στο έγγραφό μας ως προεπισκόπηση τυπικής ποιότητας (ή και υψηλής) του πρωτότυπου αρχείου -αρχεία Link.
Η δεύτερη είναι να έρθουν και να ενσωματωθούν μέσα στο έγγραφό μας -αρχεία Embed.
Πρόβλημα έχουμε όταν το συγκεκριμένο έγγραφο (ανοιχτό ή κλειστό) φτάσει στο ατελιέ με ορισμένα από αυτά τα αρχεία να απουσιάζουν. Και είναι θέμα καθαρά διαχείρισης και τακτικής, δηλαδή του πόσο νοικοκυρεμένα φτιάχνει κανείς τους φακέλους των εργασιών του και διαχειρίζεται τις εργασίες του εξ αρχής.
Ας δούμε πρώτα τι προτερήματα και τι μειονεκτήματα έχει κάθε μια από τις δύο περιπτώσεις. Όταν έχουμε όλα μας τα αρχεία ως Link, τότε κάθε φορά που ένα από αυτά τα εξωτερικά αρχεία υποστεί μια διαφοροποίηση ή μια διόρθωση, αυτές αντικατοπτρίζονται άμεσα στο έγγραφό μας είτε αυτόματα, είτε αφού ενημερώσουμε εμείς τις αλλαγές. Το έγγραφό μας δεν επιβαρύνεται σε όγκο από το σύνολο των αρχείων που έχουμε εισαγάγει και έτσι είναι αρκετά ελαφρύ, με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνουμε το δίσκο ούτε τους πόρους του συστήματος. Από την άλλη όμως, αν κάποιο αρχείο σβηστεί κατά λάθος ή μετακινηθεί ή αλλάξει όνομα, τότε έχουμε πρόβλημα. Θα πρέπει να ξανασυνδέσουμε το αρχείο με το νέο όνομα ή τη νέα θέση με το είδωλό του μέσα στο έγγραφό μας. Αν όμως έχουμε χάσει ή σβήσει κατά λάθος το έγγραφο, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πλέον.
Αν υποθέσουμε τώρα ότι όλα είναι Embed, αυτό σημαίνει πως τα αρχεία μας βρίσκονται όλα ενσωματωμένα μέσα στο έγγραφό μας. Ό,τι και να πάθουν τα εξωτερικά αρχεία, δεν μας απασχολεί, καθώς δεν θα επηρεαστεί καθόλου η εργασία μας. Επίσης, αν θέλουμε να στείλουμε κάπου το αρχείο ανοιχτό, αυτή είναι ιδανική περίπτωση γιατί θα στείλουμε ένα και μόνο αρχείο και όχι φακέλους με Linked αρχεία.
Από την άλλη, αν θέλουμε να κάνουμε κάποια αλλαγή σε μια εικόνα, θα πρέπει να ξανακάνουμε Link την εικόνα με την εξωτερική που άλλαξε και μετά πάλι Embed. Επίσης, το βάρος του αρχείου μας μεγαλώνει όσο κάνουμε Embed νέα αρχεία, με αποτέλεσμα ο δίσκος να επιβαρύνεται τόσο με τον όγκο των αρχείων που βρίσκονται σε κάποιο φάκελο όσο με τον όγκο των αρχείων που είναι μέσα στο έγγραφό μας ως embed αρχεία.
Κατά την άποψή μου, συνήθως το σενάριο με τα Linked αρχεία είναι αυτό που παρουσιάζει πρακτικά τις περισσότερες αρετές αλλά θέλει προσοχή, σχολαστικότητα, καθώς και καλή ταξινόμηση και αρχειοθέτηση των φακέλων και των εγγράφων.
Με το παραμικρό λάθος, η εργασία θα καταλήξει στο prepress με φωτογραφίες και γραμμικά που λείπουν. Και εδώ φυσικά υπάρχει έλεγχος σε πολλά στάδια για να εξακριβώσουμε αν απουσιάζει κάτι. Απαιτείται, λοιπόν καλή γνώση λοιπόν των δυνατοτήτων που έχει το πρόγραμμα που χρησιμοποιούμε.
7. Ου μειώσεις τας εκτός χάρτου περιοχάς
Κάθε σωστά σχεδιασμένο έντυπο πρέπει να διαθέτει ξακρίσματα, δηλαδή μια ζώνη έξω από το καθαρό, η οποία οριοθετείται από μια νοητή γραμμή επί της οποίας θα πρέπει να ακουμπάνε όλα τα αντικείμενα, τα γραφικά, τα φόντα, οι φάσες, οι εικόνες και οτιδήποτε τέλος πάντων να φτάνει μέχρι και την άκρη του χαρτιού που θα κρατάει ο πελάτης στα χέρια του στο τελικό έντυπο.
Δεν νοείται λοιπόν να ξεκινήσουμε να σχεδιάζουμε κάτι αν δεν έχουμε θέσει τη διάσταση της σελίδας, δεν έχουμε βάλει τα εσωτερικά μας περιθώρια και δεν έχουμε θέσει τα ξακρίσματα. Και αυτό ισχύει είτε κάνουμε αφίσα, είτε περιοδικό, είτε μια απλή κάρτα ή ένα βιβλίο. Τα ξακρίσματα σε ένα μονόφυλλο έντυπο πρέπει να είναι και στις 4 πλευρές ενός εγγράφου, ενώ σε ένα έντυπο που δένει σε σαλόνια στο μοντάζ, αρκεί να τα έχουμε προβλέψει στις 3 περιοχές που ονομάζουμε πάνω, κάτω και έξω, γιατί «μέσα» -στην πλευρά της ράχης δηλαδή- δεν έχουμε ανάγκη να βάλουμε ξάκρισμα. Εκτός κι αν μιλάμε για περιοδικό π.χ. που θα κοπεί 4τομή και όχι 3τομή ή για ένα επιτραπέζιο σπιράλ ημερολόγιο, όπου το σύρμα, περνώντας για να δέσει τα φύλλα, θα απασχολήσει τουλάχιστον 10 χιλιοστά από την άκρη του φύλλου.
Έτσι, είναι πολύ σημαντικό, πριν στήσουμε το έγγραφό μας, να έχουμε μιλήσει με τον τυπογράφο μας και να έχουμε συμφωνήσει στις σωστές διαστάσεις του εγγράφου και κυρίως στα ξακρίσματα που θα βάλουμε. Θέλετε μια συμβουλή; Με τα νέα σχεδιαστικά και σελιδοποιητικά προγράμματα, μπορούμε να βάζουμε όσα ξακρίσματα θέλουμε. Από αυτά, κατά το κλείσιμο του αρχείου, μπορούμε να συμπεριλάβουμε μόνο όσα έχουμε ανάγκη. Κατά συνέπεια, είναι καλύτερο να έχουμε εξ αρχής περισσότερο ξακρίσματα και ας μην τα χρειαστούμε, αφού μπορούμε να τα κόψουμε κατά την εξαγωγή σε pdf, παρά να αποδειχθεί ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε πιο πολύ ξάκρισμα. Ένα τυπικό ξάκρισμα μπορεί να κυμανθεί από 3 έως 5 χιλιοστά. Ας πούμε, λοιπόν, τουλάχιστον 5 για να είμαστε πάντα καλυμμένοι, έκτος από ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να χρειαστεί παραπάνω ή λιγότερο κατά περίπτωση (π.χ. τριτομή πολυσέλιδου με καρφίτσα ή μοντάζ «τσίμα-τσίμα» πάνω σε τυπογραφικό).
Έλεγχος λοιπόν της εργασίας, πριν αποσταλεί, για ύπαρξη σωστών ξακρισμάτων και φυσικά σωστά τοποθετημένων σημείων κοπής. Ας μην ξεχνάμε ότι τα σημεία κοπής (crop marks) πρέπει να έχουν offset, δηλαδή μετατόπιση από την άκρη του χαρτιού, όσα χιλιοστά είναι και τα bleeds μας (ξακρίσματα).
8. Ουκ επιθυμήσεις έργον άνευ δοκιμίου
Πολύ συχνά, είτε για λόγους άγνοιας, είτε για λόγους οικονομίας, είτε για λόγους ταχύτητας, αποφεύγουμε να ζητάμε δοκίμιο πριν την εκτύπωση. Αυτό, σε ορισμένες περιπτώσεις που έχουμε πράγματι να κάνουμε με χαμηλού προϋπολογισμού εργασίες, είναι εν μέρει δικαιολογημένο. Πόσες φορές όμως δεν σχεδιάσαμε μια «δουλίτσα» όσο το δυνατόν πιο «οικονομική» και όταν η δουλίτσα τυπώθηκε άλλα αντ’ άλλων την πατήσαμε; Το μόνο που μπορεί να μας καλύψει και να μας προστατέψει είναι ένα δοκίμιο. Αυτό είναι ο χρωματικός μας χάρτης με τον οποίο θα καταφέρουμε να φτάσουμε σωστά στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Εξάλλου, η υπογραφή του πελάτη στο δοκίμιο, contract proof, αποτελεί και νομικό πειστήριο, συμβόλαιο και αποδοχή του τελικού αποτελέσματος. Καλύπτει με λίγα λόγια όλους, αν είναι σωστό και αν είναι σωστά καλιμπραρισμένο στην έξοδο.
9. Ουδέ μεγαλύτερη, ουδέ μικροτέρα η ανάλυσις
Ένα τυπικό λάθος που συναντά κανείς είναι η λανθασμένη ανάλυση που φέρουν οι εικόνες. Μια εικόνα δεν πρέπει να έχει ούτε μικρότερη, αλλά ούτε μεγαλύτερη ανάλυση από αυτήν που πρέπει να έχει. Όλα ξεκινούν από την ποιότητα του χαρτιού ή του υλικού εκτύπωσης και τη γραμμική πυκνότητα επιραστέρωσης, δηλαδή τα lpi. Ένας τύπος που μας κάνει τη ζωή πιο εύκολη είναι ότι τα ppi μιας εικόνας πρέπει να είναι 2 φορές (ή ακόμη και μόνο 1,5 φορά) τα lpi στα οποία θα τυπωθεί η εργασία μας.
Για παράδειγμα, μια εφημερίδα που θα τυπωθεί στα 90lpi χρειάζεται εικόνες στα 180ppi το πολύ. Αντίστοιχα, ένα coated χαρτί που θα τυπωθεί σε offset στα 150lpi θα χρειαστεί το πολύ 300ppi ανάλυση εικόνων.
10. Ουκ αποφύγεις την εκ της διαφάνειας αλήθειαν
Όλο και πιο συχνά, λόγω των δυνατοτήτων των σύγχρονων σχεδιαστικών και σελιδοποιητικών προγραμμάτων, παρουσιάζονται προβλήματα που πηγάζουν από την κακή και αλόγιστη χρήση της διαφάνειας και την έλλειψη διαχείρισής της. Όμως, τα πράγματα είναι πολύ απλά. Ποτέ διαφάνεια επάνω από κείμενο. Τόσο απλά!
Κι αν δεν θέλουμε ούτε τα γραμμικά μας να μετατραπούν σε bitmap, ποτέ πολύπλοκες διαφάνειες επάνω από γραμμικά.
Κάθε τεχνολογία έχει κάποια όρια και πρέπει, μαθαίνοντας τις δυνατότητες των εργαλείων που χρησιμοποιούμε, να ψηλαφίζουμε και τα τεχνολογικά όρια μιας δυνατότητας, όπως η χρήση διαφανειών σε ένα έγγραφο.
Προς Θεού, δεν προσπαθώ να αποτρέψω τη χρήση διαφάνειας. Κάθε άλλο. Η διαφάνεια δεν είναι πρόβλημα όταν χρησιμοποιείται σωστά και με μέτρο. Όταν δεν εμπλακεί στη διαφάνεια χρώμα pantone και όταν κάτω από πολύπλοκες διαφάνειες δεν υπάρχει κείμενο, τότε δεν έχουμε κανένα απολύτως πρόβλημα. Υπάρχουν, άλλωστε, μηχανισμοί ισοπέδωσης διαφάνειας που θα επιτρέψουν στο έγγραφο να φτάσει στο rip και να περάσει κανονικά.
Αναλυτικές οδηγίες υπάρχουν για κάθε λογισμικό που χρησιμοποιεί κανείς ώστε να κλείσει σωστά τα αρχεία του σε pdf.
Τα 4 πιο συνηθισμένα προβλήματα μετά την ισοπέδωση μιας διαφάνειας είναι το σπάσιμο τμήματος του κειμένου σε γραμμικά περιγράμματα, ενώ ένα άλλο τμήμα έχει παραμείνει κανονικό, με αποτέλεσμα να έχουμε ελαφρώς πιο «παχιά» γράμματα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί σε γραμμές που περνούν κάτω από διαφάνεια, με αποτέλεσμα τμήμα μιας γραμμής να είναι πιο παχύ από την υπόλοιπη. Επίσης έχουμε την πιθανότητα κείμενο να μετατραπεί σε bitmap και, τέλος, την υποχρεωτική μετατροπή χρωμάτων pantone σε CMYK όταν υποβληθούν κάτω από πολύπλοκες διαφάνειες. Και εδώ η σωστή εκπαίδευση -όπως άλλωστε και σε κάθε άλλη περίπτωση- και η επικοινωνία με το τμήμα prepress αποτελεί σωτηρία.